ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ (Λουκ. ζ´ 11-16)
Ἡ κατάλυση τοῦ θανάτου
Μετάφραση τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς
Τόν καιρόν ἐκεῖνον, ὁ Ἰησοῦς πῆγε σέ μιά πόλη πού λεγόταν Ναΐν· καί μαζί του
πήγαιναν πολλοί μαθητές του καί πολύ πλῆθος. Ὅταν πλησίασε στήν πύλη τῆς
πόλεως, ξαφνικά ἔβγαζαν ἔξω ἕναν νεκρό, πού ἦταν ὁ μονάκριβος γιός τῆς
μητέρας του, ἡ ὁποία ἦταν χήρα καί μαζί της ἦταν ἀρκετό πλῆθος τῆς πόλεως.
Καί ὅταν τήν εἶδε ὁ Κύριος, τή συμπόνεσε καί τῆς εἶπε: Μήν κλαῖς. Ἀφοῦ πλησία-
σε, ἄγγιξε τή σορό, ἐκεῖνοι πού τή μετέφεραν σταμάτησαν, καί εἶπε: Νεαρέ, σέ
διατάζω νά σηκωθεῖς. Τότε ὁ νεκρός ἀνακάθισε καί ἄρχισε νά μιλάει, καί ὁ Ἰησοῦς
τόν παρέδωσε στή μητέρα του. Ὅλοι κυριεύθηκαν ἀπό φόβο καί δόξαζαν τόν Θεό
καί ἔλεγαν ὅτι προφήτης μεγάλος ἐμφανίστηκε σέ ἐμᾶς, καί ὅτι ὁ Θεός ἦλθε νά
βοηθήσει τόν λαό του.
(Ἀπό τή νέα ἔκδοση: Ἡ Καινή Διαθήκη, τό πρωτότυπο κείμενο μέ νεοελληνική
ἀπόδοση τοῦ ὁμοτ. καθηγ. Χρ. Βούλγαρη, ἔκδ. ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ)
ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗ ΔΙΑΚΟΝΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
Ο ΝΙΚΗΤΗΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ
Τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς Γ΄ Λουκᾶ μᾶς μιλάει γιά τήν
ἀνάσταση τοῦ νεκροῦ παιδιοῦ μιᾶς χήρας γυναίκας στήν πύλη τῆς πό-
λεως Ναΐν τῆς Γαλιλαίας. Ὁ νικητής τοῦ θανάτου, ὁ Ἰησοῦς Χριστός,
συναντᾶ μπροστά Του τόν θάνατο καί προφέρει τήν φράση πού διαβά-
ζουμε στήν περικοπή: «Νεανίσκε, σοί λέγω· ἐγέρθητι». Εἶναι ἡ πρόσκλη-
ση τῆς ζωῆς πρός τόν ἡττημένο ἀπό τόν θάνατο ἄνθρωπο, ἡ ἐλπι-
δοφόρα καί γεμάτη ζωή προσταγή τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἀλήθεια τῆς ἀναστά-
σεως.
Τό μυστήριο τοῦ θανάτου
Ὁ θάνατος εἶναι ἡ σημαντικότερη ἀγωνία τοῦ κόσμου. Τό μυστήριό
του παραμένει ὀντολογική πραγματικότητα πού ἀγγίζει κάθε ἀνθρώπινο
ὄν καί θέτει σέ ἀμφιβολία τό νόημα τῆς ζωῆς γενικότερα.
Λόγω τῆς ἁμαρτίας, οἱ προπάτορές μας ἔχασαν τήν ὡραιότητα τῆς
ἀθανασίας, πού τούς εἶχε δοθεῖ στήν ἀρχή τῆς δημιουργίας. Κατεστά-
θησαν ὑποκείμενοι στόν θάνατο μετά τήν ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ. Ἡ φύση
τῆς καταστάσεως τοῦ ἀνθρώπου γίνεται θνητή ἀπό τήν ἁμαρτία πού
εἶναι καρπός ἀνυπακοῆς. Ἡ ἀποξένωση ἀπό τόν Θεό εἶναι ὁ πνευματι-
κός θάνατος καί ἡ κατάρρευση τῆς ὑλικῆς πλευρᾶς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι
ὁ φυσικός θάνατος.
Ἡ ἀθανασία τοῦ Θεοῦ
Ὁ Χριστός ἀνασχηματίζει τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο, ἀφοῦ
προσέλαβε κατά τήν σάρκωσή Του ὁλόκληρη τήν ἀνθρώπινη φύση, χω-
ρίς ὅμως ἁμαρτία, καί εἶναι ἡ γεννῶσα ἀρχή τῆς ζωῆς πού ἑνώνει τίς χω-
ρισμένες ἀναλογίες τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς. Ἔτσι, ἀρχίζει ὁ «τῆς
κακίας ἀφανισμός καί ἡ τοῦ θανάτου κατάλυσις» (ἅγ. Γρηγόριος Νύσσης). Μόνο ἡ ἀθανασία τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά ἐγγυηθεῖ τήν ἀθανασία τῆς
θνητῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου, ἀφοῦ τό «θνητόν ἐν τῷ ἀθανάτῳ γενό-
μενον ἀθανασία ἐγένετο» (ἅγ. Γρηγόριος Νύσσης). Ὁ Χριστός δηλαδή
ἔδωσε τόν Ἑαυτό Του ὡς λύτρο γιά χάρη αὐτῶν πού βρίσκονταν ὑπό
τήν ἐξουσία τοῦ θανάτου «γιά νά καταργήσει αὐτόν πού εἶχε τό κράτος
τοῦ θανάτου, τόν διάβολο» (Ἑβρ. 2,14). Ἡ ἀληθινή ἀποτροπή τοῦ θανά-
του πραγματοποιεῖται μέ τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ γλυκύτητα τῆς μελλούσης ζωῆς
Γι᾽ αὐτό ὁ θάνατος εἶναι πλέον ἕνας τοκετός πού μᾶς ἀνοίγει τήν
ἀληθινή ζωή. Εἶναι ἡ ἀληθινή γέννηση. Γιατί ὅμως καί σήμερα ὁ ἄνθρωπος φοβᾶται τόν θάνατο; Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης μᾶς λέει: «Συμβαί-
νει ὅ,τι καί μέ τούς δεσμῶτες, πού εἶναι συνηθισμένοι στό σκοτάδι τους
καί δέν συνειδητοποιοῦν τήν δυστυχία τῆς καταστάσεώς τους. Ἔτσι καί
ὁ ἄνθρωπος, γελασμένος ἀπό τίς ἀπατηλές ἡδονές τῶν αἰσθήσεων, τίς
θεωρεῖ πραγματικά ἀγαθά καί φοβᾶται νά τίς στερηθεῖ».
Ὅποιος βρίσκεται κοντά στόν Ἀναστημένο Χριστό καί ζεῖ τήν παρου-
σία Του μέσα στήν Ἐκκλησία, οὐσιαστικά καί ὄχι τυπικά, αὐτός δέν ἀγω-
νιᾶ μπροστά στόν θάνατο καί δέν φοβᾶται. Μέ τήν μυστηριακή ζωή τῆς
Ἐκκλησίας μεταδίδεται στούς ἀνθρώπους ἡ νίκη ἐπάνω στήν ἁμαρτία
καί τόν θάνατο, ἀκριβῶς ἐπειδή αὐτή ἡ νίκη πραγματοποιεῖται μέσα
στόν Χριστό. Μέ τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος ὁ ἄνθρωπος λαμβάνει
τήν σφραγίδα τῆς ἀθανασίας. Ἡ ἔννοια τοῦ θανάτου μετά τό Βάπτισμα
ἀλλάζει γιά τόν βαπτισμένο, ἀφοῦ, μιμούμενος τόν θάνατο τοῦ Χριστοῦ,
ἀνίσταται μαζί μέ τόν Χριστό καί ὑψώνεται στήν κοινωνία τῆς θεότητος.
Στό «βάπτισμα τῶν δακρύων», τό μυστήριο τῆς μετάνοιας καί ἐξομο-
λογήσεως, θανατώνουμε τίς ἁμαρτίες μας καί συντρίβουμε ἀδιάκοπα
τόν θάνατό μας. Στό μυστήριο τῆς Θείας Λειτουργίας κοινωνοῦμε τοῦ
Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Κυρίου, πού εἶναι «φάρμακον ἀθανασίας»
καί «ἀντίδοτον τοῦ μή ἀποθανεῖν» (ἅγ. Ἰγνάτιος Θεοφόρος), καί μετέ-
χουμε στήν ἀθανασία τοῦ Χριστοῦ, προγευόμενοι τῆς γλυκύτητος τῆς
μελλούσης ζωῆς. Γι᾽ αὐτό καί οἱ χριστιανοί θεωροῦμε τόν θάνατο ὕπνο,
προσδοκώντας, ὅπως ὁμολογοῦμε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως, «ἀνάστα-
σιν νεκρῶν καί ζωήν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος».
† Ὁ Φ. Ἀ.