Σύμφωνα με την Ορθόδοξη άποψη για τον κόσμο, ο Θεός είχε διαμορφώσει δύο επίπεδα δημιουργημάτων: πρώτα το «νοητικό», «πνευματικό» ή «διανοητικό» επίπεδο, και μετά, το υλικό ή σωματικό. Στο πρώτο επίπεδο ο Θεός έφτιαξε τους αγγέλους που δεν έχουν υλικό σώμα. Στο δεύτερο επίπεδο έφτιαξε το φυσικό σύμπαν -τους γαλαξίες, τ΄ αστέρια, τους πλανήτες, με τις διάφορες μορφές ζωής στα ορυκτά, τα φυτά και τα ζώα. Ο άνθρωπος και μόνον ο άνθρωπος υφίσταται ταυτόχρονα και στα δύο επίπεδα. Με το πνεύμα του ή την πνευματική του διάνοια μετέχει στο νοητικό βασίλειο και είναι σύντροφος των αγγέλων -με το σώμα του και την ψυχή του, κινείται και αισθάνεται και σκέπτεται, τρώει και πίνει, μετατρέποντας την τροφή σ’ ενέργεια και μετέχοντας οργανικά στο υλικό βασίλειο που το διαπερνά με τις αισθήσεις του.
Η ανθρώπινη φύση μας είναι λοιπόν πιο περίπλοκη από την αγγελική, και προικισμένη με πλουσιώτερες δυνατότητες. Ιδωμένος μ΄ αυτό το πρίσμα, ο άνθρωπος δεν είναι χαμηλότερα αλλά ψηλότερ’ απ΄ τους αγγέλους· όπως το βαβυλωνιακό Ταλμούδ βεβαιώνει, «Οι δίκαιοι είναι μεγαλύτεροι από τους διακονούντες αγγέλους» (Sanhedrin 93α). Ο άνθρωπος βρίσκεται στην καρδιά της δημιουργίας του Θεού. Μετέχοντας και στο νοητικό και στυ υλικό βασίλειο, είναι μια εικόνα ή ένας καθρέφτης όλης της δημιουργίας, imago mundi, ένα «μικρό σύμπαν» ή μικρόκοσμος. Όλα τα δημιουργήματα συναντώνται σ΄αυτόν. Ο άνθρωπος θα μπορούσε να πει για τον εαυτό του, με τα λόγια της Kathleen Raine:
Επειδή αγαπώ
Ο ήλιος ρίχνει τις ακτίνες του από το ζωντανό χρυσάφι,
ρίχνει το χρυσάφι και τ΄ ασήμι του πάνω στη θάλασσα…
Επειδή αγαπώ
οι φτέρες πρασινίζουνε και πρασινίζει κι η χλόη,
και πρασινίζουν τα διάφανα ηλιόλουστα δέντρα…
Επειδή αγαπώ
όλη νύχτα το ποτάμι κυλάει στον ύπνο μου,
χιλιάδες ζωντανά πλάσματα κοιμούνται στην αγκαλιά μου,
και καθώς κοιμούνται ξυπνούν, κι ενώ ρέουν αναπαύονται.
Όντας μικρόκοσμος, ο άνθρωπος είναι επίσης μεσάζοντας. Είναι θεόδοτο έργο του να διευθετεί και να εναρμονίζει το νοητικό και το υλικό βασίλειο, να τα ενώνει, ν΄ αποπνευματοποιεί την ύλη και να φανερώνει όλες τις κρυμένες δυνατότητες της δημιουργίας. Όπως το Εβραϊκό Hasidim το έχει εκφράσει, ο άνθρωπος καλείται «να προοδεύει σκαλί-σκαλί μέχρις ότου, μέσω αυτού, να ενωθεί το κάθε τι». Σαν μικρόκοσμος λοιπόν ο άνθρωπος είναι ο μόνος μέσα στον οποίο ο κόσμος συνοψίζεται· σαν μεσάζοντας είναι ο μόνος μέσω του οποίου ο κόσμος αντιπροσφέρεται στο Θεό.
Ο άνθρωπος μπορεί να εξασκήσει αυτό το μεσολαβητικό ρόλο μόνον επειδή η ανθρώπινη φύση του είναι ουσιαστικά και βασικά μία ενότητα. Αν ήταν μόνο μια ψυχή κατοικώντας προσωρινά σ΄ ένα σώμα, όπως πολλοί από τους Έλληνες και τους Ινδούς φιλοσόφους έχουν φανταστεί -αν το σώμα του δεν ήταν μέρος του αληθινού εαυτού του, αλλά μόνο ένα κομμάτι ύφασμα που τελικά θα το παραμερίσει, ή μια φυλακή απ΄ όπου προσπαθεί να δραπετεύσει- τότε ο άνθρωπος δεν θα μπορούσε να δράσει σωστά σαν μεσολαβητής. Ο άνθρωπος αποπνευματοποιεί τη δημιουργία, πρώτ’ απ΄ όλα αποπνευματοποιώντας το ίδιο το σώμα του και προσφέροντάς το στο Θεό: «ἤ οὐκ οἴδατε ὅτι τό σῶμα ἡμῶν ναός τοῦ ἐν ὑμῖν ἁγίου πνεύματος ἐστίν;» γράφει ο Απ. Παύλος. «Δοξάσατε δή τόν Θεόν ἐν τῷ σώματι ὑμῶν… Παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς, ἀδελφοί, δια τῶν οἰκτιρμῶν τοῦ Θεοῦ, παραστῆσαι τά σώματα ὑμῶν θυσίαν ζῶσαν, ἁγίαν, εὐάρεστον τῶν Θεῶ» (Α΄Κορ. 6,19-20′ Ρωμ. 12,1). Αλλά με το ν΄ «αποπνευματοποιεί» το σώμα, ο άνθρωπος, δεν το εξαϋλώνει: αντίθετα, είναι η ανθρώπινη κλήση να διακηρύξει το πνευματικό μέσα και μέσω του υλικού. Οι Χριστιανοί είναι, μ΄ αυτή την έννοια, οι μόνοι αληθινοί υλιστές.
Το σώμα, λοιπόν, είναι εν΄ αναπόσπαστο μέρος της ανθρώπινης προσωπικότητας. Ο χωρισμός σώματος και ψυχής στο θάνατο είναι αφύσικος, κάτι αντίθετο από το αρχικό σχέδιο του Θεού, που έχει επέλθει σα συνέπεια της πτώσης. Επί πλέον, ο χωρισμός είναι μόνο προσωρινός: προσδοκούμε, περ΄ απ΄ το θάνατο, την τελική ανάσταση «ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ«, όταν σώμα και ψυχή θα ξαναενωθούν γι΄ άλλη μια φορά.
Π. Καλλίστου Ware Επισκόπου Διοκλείας
«Ο Ορθόδοξος δρόμος»Νίκος Κουβαράς