ΦΩΝΗ ΚΥΡΙΟΥ.

ΤΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ
(Λουκ. ιδ΄ 16-24, Ματθ. κβ΄ 14. 15 Δεκεμβρίου 2024

Μετάφραση τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς
Εἶπε ὁ Κύριος τήν ἑξῆς παραβολή: Ἕνας ἄνθρωπος ἑτοίμασε μεγάλο δεῖπνο καί
κάλεσε πολλούς· καί τήν ὥρα τοῦ δείπνου ἔστειλε τόν δοῦλο του νά εἴπει στούς
καλεσμένους: Ἐλᾶτε, γιατί ὅλα εἶναι ἕτοιμα ἤδη. Καί διά μιᾶς ἄρχισαν ὅλοι νά δι-
καιολογοῦνται. Ὁ πρῶτος τοῦ εἶπε: Ἀγόρασα ἕνα χωράφι καί πρέπει νά πάω νά
τό δῶ: σέ παρακαλῶ, θεώρησέ με δικαιολογημένο. Καί ἄλλος εἶπε: Ἀγόρασα πέντε
ζεύγη βοδιῶν καί πηγαίνω νά τά δοκιμάσω· σέ παρακαλῶ, θεώρησέ με δικαιολο-
γημένο. Καί ἄλλος εἶπε: Νυμφεύθηκα καί γιά αὐτό δέν μπορῶ νά ἔλθω. Ἐπέστρε-
ψε ἐκεῖνος ὁ δοῦλος καί εἶπε αὐτά στόν κύριό του. Τότε ὀργίστηκε ὁ οἰκοδε-
σπότης καί εἶπε στόν δοῦλο του: Πήγαινε γρήγορα στίς πλατεῖες καί στούς δρό-
μους τῆς πόλεως, καί φέρε ἐδῶ τούς φτωχούς καί τούς ἀναπήρους καί τούς χω-
λούς καί τούς τυφλούς. Καί εἶπε ὁ δοῦλος: Κύριε, ἔγινε ὅπως διέταξες, καί ἀκόμη
ὑπάρχει χῶρος. Καί ὁ Κύριος εἶπε πρός τόν δοῦλο: Βγές στούς δρόμους καί στούς
φράκτες τῶν χωραφιῶν καί ἀνάγκασέ τους νά ἔλθουν γιά νά γεμίσει τό σπίτι μου.
Σᾶς διαβεβαιώνω ὅτι κανείς ἀπό ἐκείνους τούς ἄνδρες πού εἶναι καλεσμένοι, δέν
θά γευθεῖ τό δεῖπνο μου. Γιατί πολλοί εἶναι οἱ καλεσμένοι, λίγοι ὅμως οἱ ἐκλεκτοί.
(Ἀπό τή νέα ἔκδοση: Ἡ Καινή Διαθήκη, τό πρωτότυπο κείμενο μέ νεοελληνική ἀπόδοση
τοῦ ὁμοτ. καθηγ. Χρ. Βούλγαρη, ἔκδ. ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΗΣ ΔΙΑΚΟΝΙΑΣ)

Η ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΣΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΔΕΙΠΝΟ
Ἡ παραβολή τοῦ μεγάλου Δείπνου, πού διαβάζεται τήν Κυριακή τῶν
ἁγίων Προπατόρων, εἰκονίζει καθαρά τήν Ἐκκλησία, πού ἐκφράζεται
στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Δηλαδή, ἡ πρόσκληση νά συμμε-
τάσχουν στό μεγάλο δεῖπνο εἶναι πρόσκληση γιά νά γίνουν μέλη τῆς
Ἐκκλησίας, νά κοινωνήσουν τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ.
Οἱ καλεσμένοι
Κάποιος ἄνθρωπος προσκάλεσε σέ δεῖπνο αὐτούς πού φαίνονταν νά
εἶναι οἱ πιό ἀγαπημένοι του φίλοι, γιά νά περάσουν λίγες ὧρες μέσα
στήν δική του χαρά. Καί οἱ ἄνθρωποι αὐτοί ὁ ἕνας μετά τόν ἄλλο περι-
φρόνησαν τήν πρόσκλησή του, ὁ καθένας καί γιά τόν δικό του λόγο. Ὁ
ἕνας εἶχε ἀγοράσει ἕνα κομμάτι γῆς καί δέν εἶχε τόν χρόνο. Ἕνας
ἄλλος εἶχε ἀγοράσει πέντε ζευγάρια βόδια καί εἶχε δουλειά. Κάποιος
τρίτος εἶχε παντρευτεῖ καί δέν εἶχε τήν διάθεση νά ἀνταποκριθεῖ. Ἀφοῦ,
ὅμως, ἀρνήθηκαν νά προσέλθουν, ὁ οἰκοδεσπότης κάλεσε στό δεῖπνο
τούς φτωχούς, τούς ἀσθενεῖς, τούς ἄστεγους, τούς κοινωνικά περιθω-
ριοποιημένους.
Ἐκκλησία καί Εὐχαριστία
Ἡ πρόσκληση αὐτή γιά τό μεγάλο δεῖπνο, πού εἶναι τό Μυστήριο τῆς
θείας Εὐχαριστίας, ἀπευθύνεται καί στόν καθένα ἀπό ἐμᾶς προσωπικά,
καί συνεχίζεται μέσα στήν θεία Λειτουργία. Στήν θεία Εὐχαριστία, τήν
«συγκεφαλαίωση τῆς ὅλης θείας Οἰκονομίας», πραγματοποιεῖται ἡ Ἐκ-
κλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ καί κοινωνία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί συγ-
χρόνως ἀποκαλύπτονται ἡ φύση καί ὁ χαρακτήρας τοῦ μυστηρίου τῆς
Ἐκκλησίας, ὡς μυστηρίου θεανθρώπινης κοινωνίας.Πηγαίνω στήν Ἐκκλησία
Ἡ Λειτουργία εἶναι τό μυστήριο τῆς Συνάξεως. Πρέπει ἀκλόνητα νά
γνωρίζουμε καί νά θυμόμαστε ὅτι στόν Ναό δέν πηγαίνουμε γιά ἀτομι-
κές προσευχές, πηγαίνουμε γιά νά συναχθοῦμε σέ Ἐκκλησία. Καί ὅταν
λέω «πηγαίνω στήν Ἐκκλησία», αὐτό σημαίνει «πηγαίνω στήν Σύναξη
τῶν πιστῶν, ὥστε μαζί μ᾽ αὐτούς νά συγκροτήσω Ἐκκλησία, νά γίνω
αὐτό πού ἔγινα τήν ἡμέρα τοῦ Βαπτίσματος, δηλαδή μέλος τοῦ Σώμα-
τος τοῦ Χριστοῦ. Πηγαίνω, γιά νά ὁμολογήσω ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώ-
πων τό μυστήριο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ».
Ἡ συμμετοχή μας στήν θεία Εὐχαριστία
Δυστυχῶς, ἀκόμη καί σήμερα, φαίνεται ὅτι δέν ἔχουμε ὅλοι συνείδη-
ση τῆς ἐκκλησιολογικῆς σημασίας τῆς θείας Λειτουργίας καί τῶν Ἁγίων
Μυστηρίων· ἤ τά θεωροῦμε ὡς ἁπλά θρησκευτικά καθήκοντα, ὡς εὐκαι-
ρίες ἀτομικῆς τελειώσεως καί σωτηρίας ἤ ὡς πράξεις πού ἀφήνονται
ἀποκλειστικά στήν ἀτομική ἐπιθυμία ἑκάστου, τήν εὐσέβεια καί τήν
προετοιμασία. Πόσο θλιβερό, λοιπόν, εἶναι ἄν ἀρνούμαστε τήν πρόσ-
κληση τοῦ Θεοῦ, γιατί ἔχουμε ἀπορροφηθεῖ ἀπό τά ἐπίγεια. Ἤ, ὅταν κοινωνοῦμε γιά νά ἐκπληρώσουμε μιά ὑποχρέωση, ἤ γιά τό ἔθιμο καί τό
καλό. Ἄλλοι πάλι δέν κοινωνοῦν, γιατί θεωροῦν τόν ἑαυτό τους ἀνάξιο.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Κασσιανός γράφει: «Δέν πρέπει νά ἀποφεύγουμε
τήν θεία Κοινωνία, ἐπειδή θεωροῦμε τόν ἑαυτό μας ἁμαρτωλό. Πρέπει
νά προσερχόμαστε πολύ πιό συχνά γιά τήν θεραπεία τῆς ψυχῆς καί τήν
καθαρότητα τοῦ Πνεύματος, ἀλλά μέ τέτοια ταπείνωση καί πίστη πού νά
θεωροῦμε τόν ἑαυτό μας ἀνάξιο. Διότι εἶναι ἡ ἁγιότητα τοῦ Χριστοῦ καί
ὄχι ἡ δική μας πού μᾶς κάνει ἀξίους νά προσεγγίσουμε καί νά λάβουμε
τά ἅγια Δῶρα».
Ἡ συνεχής Κοινωνία εἶναι τό ἰδεῶδες τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας.
Δέν πρόκειται καθόλου γιά ὑποχρέωση. Εἶναι πράξη ἀγάπης καί λατρεί-
ας πρός τόν Θεό «νά προσερχόμαστε καί νά μεταλαμβάνουμε, ἀρκεῖ νά
εἴμαστε ἀνέγκλητοι παρά τοῦ πνευματικοῦ μας» (ἅγ. Γρηγόριος Ε΄, Πα-
τριάρχης Κωνσταντινουπόλεως).
Ἄς μήν ἀρνηθοῦμε, λοιπόν, τήν πρόσκληση στό Δεῖπνο τῆς θείας
Εὐχαριστίας, γιά νά μήν στερηθοῦμε τήν χαρά τῆς κοινωνίας μας μέ
τόν Θεό.
† Ὁ Φ. Ἀ.